Παράλληλα με τον εορτασμό της απόκτησης βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων από την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα σε έναν σεβαστό αριθμό περιοχών του πλανήτη, και την ολοένα και αυξανόμενη μη-καρικατουρίστικη ορατότητά τους στα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπορεύεται κι η σχετικά καινούρια ανάγκη της πολιτικής ορθότητας στον λόγο. Πλήθος μειωτικών χαρακτηρισμών που αποτελούσαν ανεπίσημα αποδεκτή φρασεολογία μέχρι και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, αρχίζουν σταδιακά να εκλείπουν, και να δίνουν την θέση τους σε έναν τρόπο έκφρασης ουδέτερα ή και θετικά διακείμενο των πάσης φύσεως μειονοτήτων. Εν μέσω λοιπόν αυτών των θετικών οικουμενικών αλλαγών, θα ήταν εύλογο κανείς να απορήσει με την σχεδόν εμμονική χρήση χαρακτηρισμών όπως “αδερφή” ή “πούστης” από τους ίδιους τους ομοφυλόφιλους άντρες σήμερα, είτε αυτο-αναφορικά, είτε για να περιγράψουν άτομα που μοιράζονται την ίδια σεξουαλική ταυτότητα με τους ίδιους. Σε μία πρώτη ανάγνωση της κατάστασης από έναν εξωτερικό/ετεροκανονικό παρατηρηρή, το χιούμορ σίγουρα θα ήταν η πρώτη λογική πρόταση που θα έπεφτε στο τραπέζι ως απόπειρα αποκωδικοποίησης της φαινομενικά παράλογης αυτής συμπεριφοράς. Κι ενώ φυσικά η περιπαιχτική διάθεση κι ο αυτοσαρκασμός είναι τις περισσότερες φορές κομμάτι της εξίσωσης, στην πραγματικότητα ο ζυγός γέρνει συχνά προς την πολιτική διάσταση της παραπάνω πράξης.
Έχοντας ήδη αναφέρει την σταδιακή απόρριψη των παραπάνω υβριστικών λέξεων από την σύγχρονη κοινωνία, σκόπιμο θα ήταν να εξετάσουμε τον σκοπό της κίνησης αυτής. Η πολιτική ορθότητα στον λόγο αποτελεί (στην θεωρία τουλάχιστον) όχι μόνον τρόπο έκφρασης, αλλά και τρόπο σκέψης, και απώτερος στόχος της είναι να διαμορφώσει μια πραγματικότητα όπου οι καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες ζουν απαλλαγμένες από χαρακτηρισμούς που πιθανότατα τους ασκούν ψυχολογική και συναισθηματική πίεση.
Η γλώσσα, βέβαια, και κατ' επέκτασιν οι λέξεις, είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που σμιλεύεται από ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες, και φαντάζει πραγματικά κάπως ουτοπικό να σκεφτεί κανείς ότι η κατηγοριοποίηση ενός αριθμού κάποτε υβριστικών λέξεων ως ταμπού είναι ο πραγματικός τρόπος καταπολέμησης -έστω και σταδιακά- των αρνητικών συνδηλώσεων που αυτές κουβαλούν, ή της χρόνιας προκατάληψης και της περιθωριοποίησης των διάφορων μειονοτήτων. Αν η αστυνόμευση των λέξεων είχε την δύναμη να βάζει αυτόματα στην άκρη και το ρατσιστικό τους φορτίο, τότε η αποδοχή των περιθωριοποιημένων ομάδων από την κοινωνία θα ήταν μια διαδικασία πολύ ευκολότερη απ' ότι αποδεικνύεται στην πράξη. Είναι αδιαμφισβήτητα θετικό το ότι πλέον μπορούμε να ελέγχουμε και να ρυθμίζουμε, σε εκφραστικό τουλάχιστον επίπεδο, το τι είναι ορθό και τι όχι. 'Ομως δεν πάυει να αποτελεί μονάχα την τοποθέτηση θεμελίων για την οικοδόμηση της -όχι ανεκτικής, αλλά- ειλικρινά καλοπροαίρετης προαναφερθείσας κοινωνίας.
Ιδιαίτερο βάρος συνεπώς πρέπει να εναποτεθεί στο ότι η επιλογή μιας συνώνυμης, ουδέτερα φορτισμένης λέξης από την πλευρά της μειοψηφίας, ώστε να μπορεί η εκάστοτε μειοψηφία να απολαμβάνει μια καθημερινότητα που περιορίζει την συχνότητα μιας κανονικοποιημένης μορφής λεκτικής βίας, δεν είναι πάρα το πρώτο κι απλούστερο βήμα της αλλαγής αυτής. Σημαντικό, απαραίτητο, επείγον, μα στην ουσία εναρκτικό. Το μακροπρόσθεσμο σχέδιο είναι (ή θα έπρεπε να είναι) ο τρόπος έκφρασης να αρχίσει σταδιακά να επηρεάζει τον τρόπο σκέψης, καθώς ο πολιτικά ορθός λόγος θα αρχίσει να εξαλείφει την προκατάληψη και τις ποικίλες διακρίσεις, και θα αρχίσει να δίνει την θέση του σε έναν τρόπο ζωής που αντιμετωπίζει όλους τους ανθρώπους ισότιμα, ανεξάρτητα από το κοινωνικό ή βιολογικό τους φύλο, την εθνικότητά τους, την σεξουαλική τους ταυτότητα, την τάξη τους κ.ο.κ.
Ωφέλιμο θα ήταν λοιπόν σε αυτό το σημείο να γίνει λόγος για αυτή την αποκατάσταση, αυτή την εκ νέου διεκδίκηση (reclamation), των μειωτικών χαρακτηρισμών “αδερφή” και “πούστης” από τους κάποτε αποδέκτες τους, τους ομοφυλόφιλους άνδρες. Η λογική πίσω από την αυτο-αναφορική χρήση των παραπάνω λέξεων βρίσκεται στην ενδυνάμωση του τώρα πομπού της. Του γκέι άντρα στον 21ο αιώνα που χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του “πούστη” δίνει μια γροθιά στο ετεροκανονικό κατεστημένο, αποδεικνύοντας πως πλέον είναι ελεύθερος να διεκδικήσει τον χώρο και τα δικαιώματα που του ανήκουν. Πρόκειται για μια πράξη με βαθιά πολιτική διάσταση, που συνηθέστερα ανατρέπει τις αναμενόμενες δυναμικές, κάνοντας τον “μη-πούστη” να νιώθει άβολα στο άκουσμα της υβριστικής προσφώνησης. Με αυτόν τον τρόπο οι ομοφυλόφιλοι άνδρες γιορτάζουν ελεύθερα την σεξουαλικότητά τους, ενώ οι λέξεις σιγά-σιγά αποφορτίζονται της αρνητικής τους χροιάς και κανονικοποιούνται με έναν νέο τρόπο, γίνονται ουδέτερες, απαλλάσσονται από την υπονομευτική τους ποιότητα. Η ιστορία μάλιστα αποδεικνύει πως η κανονικοποίηση αυτή είναι εφικτή, όπως έχει συμβεί και με την αγγλική λέξη “queer”. Μιας λέξης που στα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιούταν κυρίως για να χαρακτηρίσει τους θηλυπρεπείς άντρες ή αυτούς που συνευρίσκονταν σεξουαλικά με άτομα του ίδιου φύλου, ενώ πλέον (μετά την εκ νέου διεκδίκησή της από τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στα τέλη του 1980) έχει εξελιχθεί σε μια ουδέτερα φορτισμένη λέξη (umbrella-term) που χαρακτηρίζει συνολικά οποιαδήποτε σεξουαλική μειονότητα ή έκφραση φύλου δεν ανήκει στον ετεροκανονικό/ετεροφυλοφιλικό πληθυσμό.
Εύλογα βέβαια θα απορούσε κανείς για τα μέσα της παραπάνω πολιτικής, κι αν είναι πραγματικά αναγκαίο να νιώσει ο “μη-πούστης” άβολα για να έρθει αυτή η επιθυμητή αλλαγή. Επί δεκαετίες, αιώνες ή χιλιετίες (αναλόγως την περίπτωση) το κατεστημένο έχει ποικιλοτρόπως καταπιέσει, περιθωριοποιήσει και ασκήσει βία σε πλήθος μειονοτήτων, και η αμηχανία ή το ξεβόλεμα που προκύπτουν από την υποθετική αποκατάσταση συγκεκριμένων χαρακτηρισμών φανερώνει την συνειδητή ή υποσυνείδητη αναγνώριση της κοινωνίας των κακώς κειμένων της. Είναι, θα έλεγε κανείς, το αναγκαίο κακό για την υγιή μετάβαση στην ειλικρινή και ουσιαστική αποδοχή. Είναι τα σπουδαιότερα εκείνα βήματα που ακολουθούν την επιεική επιβολή του πολιτικά ορθού λόγου, που συμπλέοντας με μεταρρυθμίσεις σε εκπαιδευτικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο θα περάσουν από την ανοχή στην αποδοχή. Κι ας λάβουμε υπόψη ότι ούτως ή άλλως κάνουμε λόγο για την αμηχανία και το ξεβόλεμα της ετεροκανονικής πλειοψηφίας, και συνηθέστερα του cis-gender αρσενικού, του διαχρονικά ευνοημένου προτύπου που απολαμβάνει επί γενεές γενεών αυθαίρετα δοσμένα προνόμια εις βάρος των υπόλοιπων μελών της εκάστοτε κοινωνίας. Μιλάμε δηλαδή για το ξεβόλεμα της άμεσης ή έμμεσης πηγής του αρχικού προβλήματος. Διότι βρισκόμαστε ακόμα απλά στο στάδιο της ανοχής. Στην εποχή που η επικρατούσα άποψη είναι ακόμα πως το να είναι κανείς ετεροφυλόφιλος είναι καλύτερο του να είναι ομοφυλόφιλος, ακόμη και στις προοδευτικότερες των κοινωνιών σε διεθνή κλίμακα.
Παρά την αδιαμφισβήτητα ωστόσο πολιτική διάσταση της αποκατάστασης αυτής, σημαντικός είναι κι ο αριθμός των ομοφυλοφίλων που φαίνεται να ενοχλείται με την αυτο-αναφορική ή ενδοκοινοτική χρήση λέξεων όπως “αδερφή” ή “πούστης”, τα παράγωγα αυτών, καθώς και την απεύθυνση σε ομοφυλόφιλους ανδρές με αντωνυμίες και καταλήξεις θηλυκού γένους. Το τελευταίο μάλιστα αποτελεί συχνό φαινόμενο της εποχής μας, κυριότερα σε queer ιντερνετικές πλατφόρμες και ως τρόπος έκφρασης queer ιντερνετικών περσόνων τόσο σε εγχώριο όσο και παγκόσμιο επίπεδο, και θα έλεγε κανείς πως συμβάλει δυναμικά στην κατάρριψη διαχρονικά προβληματικών στερεοτύπων μέσω της σύγχρονης λαϊκής κουλτούρας.
Χρήσιμο λοιπόν θα ήταν να χωρίσουμε χονδρικά τους ενοχλημένους αυτούς ομοφυλόφιλους σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που οι παραπάνω χαρακτηρισμοί τους προκαλούν αρνητικούς συνειρμούς λόγω προγενέστερων ψυχολογικών τραυμάτων και δυσάρεστων εμπειριών (συνηθέστερα κατά την παιδική κι εφηβική τους ηλικία), και σε αυτούς που συνειδητά ή υποσυνείδητα αποδοκιμάζουν τέτοιου είδους πρακτικές διότι επιλέγουν να ενστερνιστούν και να διαιωνίσουνν το ιδανικοποιημένο, τοξικά αρρενωπό πρότυπο ως την μόνη αποδεκτή έκφραση του αντρικού κοινωνικού φύλου.
Στην πρώτη περίπτωση θα ήταν εύλογο κανείς να σεβαστεί απόλυτα την επιλογή του αποδέκτη να μην θέλει να έρθει αντιμέτωπος -και πόσο μάλλον να χαρακτηρισθεί- με λέξεις που του προκαλούν συναισθηματική σύγχυση, καθώς έχουν αποτελέσει για αυτόν το μέσο παρελθοντικού τραμπουκισμού. Αν η απελευθερωτική, πολιτική πράξη ενδυνάμωσης ενός ατόμου της κοινότητας καταλήγει να αποδυναμώνει ένα άλλο, τότε η επανεκτίμηση της στρατηγικής της πρώτης της μοιάζει επείγουσα και απαραίτητη, ανεξάρτητα από τις αρχικές της προθέσεις. Όσον αφορά στην δεύτερη περίπτωση δε, η επιλογή θα έπρεπε θεωρητικά να γίνει ξανά σεβαστή, στα πλαίσια μιας υγιούς αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων μιας ποικιλοτρόπως και διαχρονικά καταπονημένης μειονότητας. Παρόλα αυτά δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει μια φοβική συμπεριφορά απέναντι στο θηλυπρεπές αντρικό πρότυπο, και στους αγώνες που δίνουν καθημερινά οι εκπρόσωποί του να αντιμετωπιστούν δίχως προκαταλήψεις και με σεβασμό εντός κι εκτός της κοινότητάς τους. Μια στάση που ορίζεται εύστοχα με τον αγγλικό νεολογισμό “sissyphobia”, και δεν άρχισε παρά πρόσφατα να αναγνωρίζεται ως θεμελιωδώς προβληματική, και ανασταλτικός παράγοντας μιας ουσιαστικής αποδοχής της queer κοινότητας στην ολότητά της. Μια νοοτροπία που από την παιδική ακόμα ηλικία εμποτίζεται στον πνεύμα και τον ψυχισμό καθενός, μέσω ποικίλλων προσλαμβάνουσων, και ακμάζει στην κρίσιμα διαμορφωτική, εφηβική του ηλικία. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψιν ότι χαρακτηρισμοί όπως “αδερφή” και “πουστάρα” αποτελούν την συχνότερη τακτική εξευτελισμού του μέσου άντρα εφήβου σε οποιονδήποτε άλλον άντρα έφηβο δεν συμμορφώνεται με τις προαναφερθείσες αρρενωπές προδιαγραφές -ακόμα και με την μορφή ελαφρά-τη-καρδία προσβολών σε κολλητούς και φίλους του- είναι ξεκάθαρο ότι καταλήγουμε αμέσως στην ρίζα του προβλήματος. Στον παράλογο φόβο προς την θηλυπρέπεια. Στην προβληματική οπτική πως οτιδήποτε προσομοιάζει στην στερεοτυπικά γυναικεία κοινωνική συμπεριφορά ή εμφάνιση, καθίσταται αυτομάτως υποδεέστερο της στερεοτυπικά αντρικής, καθώς κι αντικείμενο χλεύης όταν υιοθετείται από άντρες (ομοφυλόφιλους και μη). Στην προβληματική αυτή νοοτροπία που δεν θα αλλάξει με καμία πολιτική ορθότητα στον λόγο που περιορίζεται στην ευγενική επιβολή ουδέτερα περιγραφικών συνωνύμων. Στην νοοτροπία εκείνη που είναι η πηγή του συναισθηματικού, λεκτικού και σωματικού τραμπουκισμού αναρίθμητων ΛΟΑΤΚΙ+ μειονοτήτων κάθε χρόνο παγκοσμίως, και που κανένας πολιτικά ορθός, εναλλακτικός χαρακτηρισμός δεν θα καταφέρει να την ανατρέψει ως δια μαγείας.
Καταλήγοντας, λοιπόν, καλό θα ήταν να επισημανθεί ότι το πρόβλημα δεν είναι ο πολιτικά ορθός λόγος. Αλλά σίγουρα δεν είναι και η λύση. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το να μεταρρυθμίζει κανείς το πρέπον κι απρεπές λεξιλόγιο μιας κοινωνίας, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι αλλάζει και τον τρόπο σκέψης της. Το να καταργούνται συγκεκριμένες προβληματικές λέξεις, δεν σημαίνει ότι καταργούνται και οι ανάλογες προβληματικές συμπεριφορές. Κι αν η προσέγγιση της αλλαγής είναι αποκλειστικά λεξιλογιοκεντρική, τότε το αποτέλεσμα είναι απλώς μια κοινωνία το δίχως άλλο ευγενική, μα στην ουσία της το ίδιο δυσλειτουργική εις βάρος των διάφορων μειονοτήτων, που αντί να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της, τα κρύβει κάτω από το χαλί. Μα φυσικά, ούτε η αποκατάσταση συγκεκριμένων μειωτικών χαρακτηρισμών είναι μεμονωμένα η απάντηση στο πρόβλημα. Γιατί απλά δεν υπάρχει μονοδιάστατη απάντηση. Η λύση του προβλήματος είναι πολυεπίπεδη και απαιτεί την συνολική επιστράτευση ένας ευρύτερου πλαισίου μεταρρυθμίσεων για να αποδειχθεί λειτουργική. Κι όσο γρηγορότερα γίνει αυτό αντιληπτό από το σύνολο, τόσο ευκολότερη θα γίνει η δουλειά για τις επιμέρους μονάδες, κι η γέφυρα που καταλήγει στην ουσιαστική ισότητα θα οικοδομείται σταδιακά και με ανθεκτικότερα θεμέλια για να περάσει ο πολιτισμός μας από την ανοχή στην ειλικρινή αποδοχή.
Comments